μαρίλη — μαρί̱λη , μαρίλη embers of charcoal fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρίλῃ — μαρί̱λῃ , μαρίλη embers of charcoal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρίλιον — και μαρίλλιον, τὸ (Α) [μαρίλη] η μαρίλη* … Dictionary of Greek
μαριλεύω — (Α) [μαρίλη] παράγω μαρίλη, στάχτη, χόβολη, καίγοντας κάρβουνα … Dictionary of Greek
μαριλοκαύτης — μαριλοκαύτης, ου, ὁ (Α) αυτός που καίει ή παρασκευάζει μαρίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + καύτης (< καίω)] … Dictionary of Greek
μαριλοπότης — μαριλοπότης, ου, ὁ (Α) (για σιδηρουργό) αυτός που καταπίνει μαρίλη, δηλ. σκόνη από κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + πότης (πρβλ. γαλακτο πότης, οινο πότης)] … Dictionary of Greek
σμαρίλη — ἡ, Α μαρίλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μαρίλη*. Για το αρκτικό σ πρβλ. μικρός: σμικρός] … Dictionary of Greek
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
μαριεύς — μαριεύς, έως, ὁ (Α) λίθος ο οποίος αναφλέγεται όταν στάξει κανείς νερό πάνω στην επιφάνειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με μαρίλη*] … Dictionary of Greek
μαρμαίρω — (Α μαρμαίρω) 1. λάμπω, λαμποκοπώ, ακτινοβολώ, αστράφτω 2. (για φως) τρεμολάμπω, τρέμω, λαμπυρίζω («νύκτα... ἄστροισι μαρμαίρουσαν», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. μαρμαίρω (< *μαρμαρ jω), με επένθεση τού ζ και διπλασιασμό, καθώς και το επίθ.… … Dictionary of Greek